σαπφειρίνης

σαπφειρίνης
ο, Ν
(ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό τού μαγνησίου, τού σιδήρου και τού αργιλίου που απαντά με την μορφή πράσινων ή γαλάζιων κόκκων οι οποίοι μοιάζουν με ζαφείρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sapphirine < γερμ. Saphirin < σάπφειρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”